υπόλογος

υπόλογος
-η, -ο / ὑπόλογος, -ον, ΝΑ
αυτός που είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για κάτι, υπεύθυνος σε κάτι ή για κάτι, υπαίτιος (α. «είναι υπόλογος ενώπιον τού έθνους» β.«μηδέν τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑπόλογον ποιούμενον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η υπόλογος
(νομ.) κάθε πρόσωπο υπόχρεο σε λογοδοσία για πράξεις και παραλείψεις του σχετικές με τη διεκπεραίωση έργου ή υπόθεσης που τού έχει ανατεθεί
2. φρ. «δημόσιος υπόλογος»
(νομ.) κάθε πρόσωπο που διαχειρίζεται, βάσει νόμου, χρήματα ή πράγματα τού κράτους ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου
αρχ.
1. ο καταχωρισμένος στον λογαριασμό κάποιου
2. φρ. «οὐδέν σοι ὑπόλογον τίθεμαι» — δεν σέ θεωρώ υπεύθυνο για κάτι, δεν θα σού ζητήσω να δώσεις λόγο για τίποτε (Πλάτ.).
επίρρ...
ὑπολόγως Α
με υπεύθυνο τρόπο ή όπως ένας υπεύθυνος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -λογος* (πρβλ. παρά-λογος)].
————————
ὁ, Α
1. αυτός που λαμβάνει κάτι υπ' όψιν του
2. συμπέρασμα, πόρισμα
3. αυτό που αφαιρέθηκε
4. μαθημ. (σχετικά με λόγο, με κλάσμα) αυτός στον οποίο ο πρώτος όρος, ο αριθμητής, είναι μικρότερος τού δευτέρου, τού παρονομαστή, λ.χ. 3/5
5. φρ. «ἐν ὑπολόγῳ ποιοῡμαί τι» — λαμβάνω κάτι υπ' όψιν (Λυσ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -λογος (πρβλ. κατά -λογος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπόλογος — 1 held accountable masc/fem nom sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόλογος — η, ο αυτός που έχει να δώσει λόγο, που είναι υποχρεωμένος σε λογοδοσία, ο υπεύθυνος: Υπόλογος για ό,τι έγινε είσαι εσύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόλογον — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem acc sg ὑπόλογος 1 held accountable neut nom/voc/acc sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολόγοις — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut dat pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολόγου — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut gen sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολόγους — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem acc pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολόγων — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut gen pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολόγῳ — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem/neut dat sg ὑπόλογος 2 a taking into account masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόλογοι — ὑπόλογος 1 held accountable masc/fem nom/voc pl ὑπόλογος 2 a taking into account masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”